ἑλκύδριον: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκύδριον:''' τό, υποκορ. του [[ἕλκος]], μικρό δερματικό [[τραύμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἑλκύδριον:''' τό, υποκορ. του [[ἕλκος]], μικρό δερματικό [[τραύμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκύδριον:''' τό ранка, ссадина Arph.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκύδριον Medium diacritics: ἑλκύδριον Low diacritics: ελκύδριον Capitals: ΕΛΚΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: helkýdrion Transliteration B: helkydrion Transliteration C: elkydrion Beta Code: e(lku/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἕλκος,

   A slight sore, Hp.Art.63, Ar.Eq.907.    II = κάδος, Dionys.Trag.12.

German (Pape)

[Seite 799] τό, dim. von ἕλκος, kleine Wunde, kleines Geschwür, bes. kleine Blasen in der Haut, Hippocr., Ar. Equ. 907 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἕλκος, μικρὰ πληγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστοφ. Ἱππ. 907.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite blessure, petit ulcère.
Étymologie: ἕλκος.

Spanish (DGE)

-ου, τό jarra, vaso Dionys.Trag.12b, cf. EM 331.10G.
-ου, τό
dim. de ἕλκος, medic. heridita, úlcera pequeña ἢν δὲ μή, ἑ. ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές Hp.Art.63, cf. Ar.Eq.907, τὸ ὑπολειφθὲν [καὶ] κατὰ τὴν βάσιν ἑ. ἀποθεραπεύειν al caer el ombligo, Sor.2.14.6, cf. Plu.2.299f, ἑ. τι μικρὸν ἀφλέγμαντόν τε καὶ ἀνώδυνον en la uña, Gal.7.386, ὑπὸ τὸ γόνυ τὸ δεξιὸν ἑ. ἄνθρακι ἐοικός Aristid.Or.47.14, cf. Steph.in Hp.Aph.1.164.27, Gp.12.27.4.

Greek Monotonic

ἑλκύδριον: τό, υποκορ. του ἕλκος, μικρό δερματικό τραύμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκύδριον: τό ранка, ссадина Arph.