ἐμπόλημα: Difference between revisions

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπόλημα:''' -ατος, τό (ἐμπόλαω),<br /><b class="num">I.</b> [[εμπόρευμα]], η ύλη που γίνεται [[αντικείμενο]] εμπορίου, [[πραμάτεια]], φορτίο πλοίου, [[εμπόρευμα]], στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κέρδος]] που προέρχεται από [[εμπόριο]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἐμπόλημα:''' -ατος, τό (ἐμπόλαω),<br /><b class="num">I.</b> [[εμπόρευμα]], η ύλη που γίνεται [[αντικείμενο]] εμπορίου, [[πραμάτεια]], φορτίο πλοίου, [[εμπόρευμα]], στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κέρδος]] που προέρχεται από [[εμπόριο]], σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπόλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> груз Soph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. товар Eur.
}}
}}

Revision as of 19:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόλημα Medium diacritics: ἐμπόλημα Low diacritics: εμπόλημα Capitals: ΕΜΠΟΛΗΜΑ
Transliteration A: empólēma Transliteration B: empolēma Transliteration C: empolima Beta Code: e)mpo/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A matter of traffic, freight or cargo of a ship, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐ. (metaph.) S.Tr.538: pl., wares, merchandise, E.Cyc.137.    II gain made by traffic, Thphr. Char.6.9.

German (Pape)

[Seite 816] τό, das Erhandelte, Erworbene, Theophr. Char. 6, 4; übertr., κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐμπ. τῆς φρενός, schlechter Lohn, Soph. Tr. 534. – Die Waare, Eur. Cycl. 137.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόλημα: ἐμπόρευμα, φορτίον πλοίου, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐμπ. (μεταφ.) Σοφ. Τρ. 538· ἐν τῷ πληθ., ἐμπορεύματα, Εὐρ. Κύκλ. 137. ΙΙ. τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Θεοφρ. Χαρακ. 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mercancía Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατον Trag.Adesp.109, κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδε Procop.Arc.25.23, cf. Goth.4.17.2
fig. κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενός S.Tr.538.
2 comercio, negocio E.Cyc.137, τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματος Thphr.Char.6.9, διαχειρίζειν ἐ. Procop.Aed.1.9.4.

Greek Monolingual

ἐμπόλημα, το (AM)
το κέρδος από το εμπόριο
αρχ.
εμπόρευμα, πραμάτεια, φορτίο πλοίου.

Greek Monotonic

ἐμπόλημα: -ατος, τό (ἐμπόλαω),
I. εμπόρευμα, η ύλη που γίνεται αντικείμενο εμπορίου, πραμάτεια, φορτίο πλοίου, εμπόρευμα, στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ.
II. κέρδος που προέρχεται από εμπόριο, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόλημα: ατος τό1) груз Soph.;
2) pl. товар Eur.