ἐξονομακλήδην: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξονομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά του, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐξονομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά του, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξονομακλήδην:''' adv. (называя) по имени, поименно (ὀνομάζειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξονομακλήδην Medium diacritics: ἐξονομακλήδην Low diacritics: εξονομακλήδην Capitals: ΕΞΟΝΟΜΑΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: exonomaklḗdēn Transliteration B: exonomaklēdēn Transliteration C: eksonomaklidin Beta Code: e)conomaklh/dhn

English (LSJ)

Adv.

   A by name, ἐ. ὀνομάζων Il.22.415; ἐκ δ' ὀ. Od.4.278; ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250; προκαλεῖσθαι Critias 6.8 D.

German (Pape)

[Seite 887] bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσθαι Critias bei Ath. X, 432 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, οἷον, σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), ὀνομαστί, ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐξονομακλήδην αὐτόθι Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. ὀνομακλήδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en appelant par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα, καλέω, -δην.

English (Autenrieth)

calling out the name, by name, Il. 22.415.

Greek Monolingual

ἐξονομακλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικά, με τ' όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν].

Greek Monotonic

ἐξονομακλήδην: επίρρ. (καλέω), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά του, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξονομακλήδην: adv. (называя) по имени, поименно (ὀνομάζειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).