ἔξεσις: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξεσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίημι]]), [[απόρριψη]], [[αποπομπή]], [[διαζύγιο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἔξεσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίημι]]), [[απόρριψη]], [[αποπομπή]], [[διαζύγιο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξεσις:''' εως, ион. ιος ἡ [[ἐξίημι]] отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξεσις Medium diacritics: ἔξεσις Low diacritics: έξεσις Capitals: ΕΞΕΣΙΣ
Transliteration A: éxesis Transliteration B: exesis Transliteration C: eksesis Beta Code: e)/cesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dismissal, divorce, γυναικός Hdt.5.40.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.

Greek Monolingual

ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].

Greek Monotonic

ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξεσις: εως, ион. ιος ἡ ἐξίημι отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.