ἐπαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην [[επαρχία]], [[επαρχιακός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην [[επαρχία]], [[επαρχιακός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρχικός:''' областной, провинциальный Plut.
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχικός Medium diacritics: ἐπαρχικός Low diacritics: επαρχικός Capitals: ΕΠΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: eparchikós Transliteration B: eparchikos Transliteration C: eparchikos Beta Code: e)parxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ἔπαρχος, ἐ. ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14.    II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.

Greek Monolingual

ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρχικός: областной, провинциальный Plut.