ἐξάγγελτος: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξάγγελτος:''' -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, [[φανερός]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐξάγγελτος:''' -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, [[φανερός]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξάγγελτος:''' сообщенный: ἐ. [[γενέσθαι]] Thuc. быть узнанным. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A told of, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Th.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελτος: -ον, ἔκδηλος, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Θουκ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
annoncé, publié.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. descubierto ὅσοις τε ἐπιτύχοιεν ξυνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι apresaban a los que encontraban, para no ser descubiertos Th.8.14, cf. I.AI 18.318.
2 de cosas comunicado, notificado, revelado τάδε ... ἐξάγγελτα βασιλεῖ ἦν I.AI 17.44.
Greek Monolingual
ἐξάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐξάγγελτος: -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγγελτος: сообщенный: ἐ. γενέσθαι Thuc. быть узнанным.