ἐργατήσιος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐργᾰτήσιος:''' -α, -ον, αυτός που παρέχει [[εισόδημα]], [[προσοδοφόρος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐργᾰτήσιος:''' -α, -ον, αυτός που παρέχει [[εισόδημα]], [[προσοδοφόρος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐργᾰτήσιος:''' плодородный, доходный ([[χώρα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = ἐργάσιμος, χώρα dub. in Plu. Cat.Ma.21 (v.l. ἔργα πίσσια).
German (Pape)
[Seite 1020] einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, παρέχων εἰσόδημα, χώρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
productif, fertile.
Étymologie: ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργατήσιος, -ία, -ιον (Α)
φρ. «ἐργατήσιος χώρα» — χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη.
Greek Monotonic
ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, αυτός που παρέχει εισόδημα, προσοδοφόρος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰτήσιος: плодородный, доходный (χώρα Plut.).