ἐριβρεμής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐριβρεμής:''' -ές, = [[ἐρίβρομος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐριβρεμής:''' -ές, = [[ἐρίβρομος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐριβρεμής:''' Anth. = [[ἐριβρεμέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A = ἐρίβρομος, τρίπους ib.344.
German (Pape)
[Seite 1028] ές, dasselbe, Ep. ad. (VI, 344).
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, Ἀνθ. Π. 6. 344.
Greek Monolingual
ἐριβρεμής, -ές (Α)
βλ. ερίβρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρεμής (< βρέμω)].
Greek Monotonic
ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβρεμής: Anth. = ἐριβρεμέτης.