εὔδροσος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδροσος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий водой, многоводный (παγαί Eur.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо орошаемый (τόποι Arph.).
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδροσος Medium diacritics: εὔδροσος Low diacritics: εύδροσος Capitals: ΕΥΔΡΟΣΟΣ
Transliteration A: eúdrosos Transliteration B: eudrosos Transliteration C: eydrosos Beta Code: eu)/drosos

English (LSJ)

ον,

   A with plenteous dew, abounding in water, παγαί E.IA 1517 (lyr.); τόποι Ar.Av.245 (lyr.); νασμοί Aristonous 1.42.

German (Pape)

[Seite 1063] wohlbethaut, wasserreich, παγαί, Eur. I. A. 1517; γῆς τόποι, Ar. Av. 245.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδροσος: -ον, ἔχων ἄφθονον δρόσον, ἄφθονον ὕδωρ, πηγαὶ Εὐρ. Ι. Α. 1517· τόποι Ἀριστοφ. Ὄρν. 245.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
humide de rosée, humide.
Étymologie: εὖ, δρόσος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδροσος, -ον)
γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος.

Greek Monotonic

εὔδροσος: -ον, αυτός που έχει άφθονη δροσιά, αυτός που έχει άφθονο νερό, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδροσος: 1) изобилующий водой, многоводный (παγαί Eur.);
2) хорошо орошаемый (τόποι Arph.).