εὔκολλος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), αυτός που κολλάει [[καλά]], [[κολλητικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), αυτός που κολλάει [[καλά]], [[κολλητικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔκολλος:''' очень клейкий, липкий (δρυὸς [[ἰκμάς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κόλλα)
A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.
Greek Monolingual
εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].
Greek Monotonic
εὔκολλος: -ον (κόλλα), αυτός που κολλάει καλά, κολλητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκολλος: очень клейкий, липкий (δρυὸς ἰκμάς Anth.).