εὐθνήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθνήσιμος:''' -ον ([[θανεῖν]]), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, [[ευθάνατος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐθνήσιμος:''' -ον ([[θανεῖν]]), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, [[ευθάνατος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθνήσιμος:''' дающий легкую смерть: αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων Aesch. безболезненно умерев от потери крови.
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθνήσιμος Medium diacritics: εὐθνήσιμος Low diacritics: ευθνήσιμος Capitals: ΕΥΘΝΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: euthnḗsimos Transliteration B: euthnēsimos Transliteration C: efthnisimos Beta Code: eu)qnh/simos

English (LSJ)

ον,

   A in or with easy death, A.Ag.1293.

German (Pape)

[Seite 1069] leicht sterbend, αἱμάτων εὐθνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte, Aesch. Ag. 1266.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθνήσιμος: -ον, εὐθάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène une mort prompte.
Étymologie: εὖ, θνῄσκω.

Greek Monolingual

εὐθνήσιμος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω].

Greek Monotonic

εὐθνήσιμος: -ον (θανεῖν), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, ευθάνατος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθνήσιμος: дающий легкую смерть: αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων Aesch. безболезненно умерев от потери крови.