εὐεργέτημα: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐεργέτημα:''' -ατος, τό, αγαθή, [[καλή]] [[υπηρεσία]], [[καλοσύνη]], [[αγαθοεργία]] σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐεργέτημα:''' -ατος, τό, αγαθή, [[καλή]] [[υπηρεσία]], [[καλοσύνη]], [[αγαθοεργία]] σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐεργέτημα:''' ατος τό благодеяние, услуга Xen., Isocr., Arst., Dem., Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A service done, kindness, πρός τινα X.Cyr.8.2.2, cf. Hp.Ep.25 (pl.), etc.: pl., X.Cyr.5.5.34, Isoc.4.34, Arist.EN1161a16, IG22.808, etc.
German (Pape)
[Seite 1065] τό, die Gutthat, Wohlthat, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Isocr. 4, 34; Dem. 1, 10 u. Sp., wie Pol. 30, 11, 1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργέτημα: τό, πρᾶξις εὐεργετική, εὐεργεσία, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Ἰσοκρ. 47C, κτλ.: πληθυντ., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 34. Ἀριστ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bienfait.
Étymologie: εὐεργετέω.
Greek Monolingual
το (ΑΜ εὐεργέτημα) ευεργετώ
αγαθή και ωφέλιμη πράξη που γίνεται για κάποιον
νεοελλ.
(νομ.) ευεργετική διάταξη ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα λύση σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («εὐεργέτημα πολυτέκνων»).
Greek Monotonic
εὐεργέτημα: -ατος, τό, αγαθή, καλή υπηρεσία, καλοσύνη, αγαθοεργία σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργέτημα: ατος τό благодеяние, услуга Xen., Isocr., Arst., Dem., Polyb.