εὐοργησία: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐοργησία:''' ἡ, [[ηπιότητα]] διάθεσης, σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐοργησία:''' ἡ, [[ηπιότητα]] διάθεσης, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐοργησία:''' ἡ мягкий характер, незлобивость, уравновешенность Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A gentleness of temper, E.Hipp.1039, Ba.641 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, Sanftmuth, Gelassenheit; Eur. Bacch. 641 Hippol. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοργησία: ἡ, ἠπιότης διαθέσεως, Εὐρ. Ἱππ. 1039, Βάκχ. 641.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonté naturelle.
Étymologie: εὐόργητος.
Greek Monolingual
εὐοργησία, ἡ (Α) ευόργητος
ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.).
Greek Monotonic
εὐοργησία: ἡ, ηπιότητα διάθεσης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐοργησία: ἡ мягкий характер, незлобивость, уравновешенность Eur.