ευόργητος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσόργητος, θεόργητος].