εὐρύνωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύνωτος:''' -ον ([[νῶτον]]), αυτός που έχει εκτεταμένα [[νώτα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''εὐρύνωτος:''' -ον ([[νῶτον]]), αυτός που έχει εκτεταμένα [[νώτα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύνωτος:''' с широкой спиной, широкоплечий, т. е. крепкий, могучий (φῶτες Soph.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύνωτος Medium diacritics: εὐρύνωτος Low diacritics: ευρύνωτος Capitals: ΕΥΡΥΝΩΤΟΣ
Transliteration A: eurýnōtos Transliteration B: eurynōtos Transliteration C: evrynotos Beta Code: eu)ru/nwtos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A broad-backed, φῶτες S.Aj.1251.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Rücken, Soph. Ai. 1230.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύνωτος: -ον, ἔχων εὐρέα νῶτα, φῶτες Σοφ. Αἴ. 1251.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large dos.
Étymologie: εὐρύς, νῶτος.

Greek Monolingual

εὐρύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ-νωτος, υψηλό-νωτος].

Greek Monotonic

εὐρύνωτος: -ον (νῶτον), αυτός που έχει εκτεταμένα νώτα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύνωτος: с широкой спиной, широкоплечий, т. е. крепкий, могучий (φῶτες Soph.).