εὐπαράπειστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαράπειστος:''' легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράπειστος Medium diacritics: εὐπαράπειστος Low diacritics: ευπαράπειστος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euparápeistos Transliteration B: euparapeistos Transliteration C: efparapeistos Beta Code: eu)para/peistos

English (LSJ)

ον,

   A easily persuaded, φίλοις X.Ages.11.12 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1086] leicht zu bereden, φίλοις εὐπαραπειστότατος Xen. Ag. 11, 12; Poll. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράπειστος: -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à persuader.
Étymologie: εὖ, παραπείθω.

Greek Monolingual

εὐπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-πείθω «πείθω, εξαπατώ»].

Greek Monotonic

εὐπαράπειστος: -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράπειστος: легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.).