εὔχιλος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔχῑλος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που τρέφεται [[καλά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔχῑλος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που τρέφεται [[καλά]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχῑλος:''' много съедающий ([[ἵππος]] Xen.; ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῑλος Medium diacritics: εὔχιλος Low diacritics: εύχιλος Capitals: ΕΥΧΙΛΟΣ
Transliteration A: eúchilos Transliteration B: euchilos Transliteration C: eychilos Beta Code: eu)/xilos

English (LSJ)

ον,

   A rich in fodder, κάπη Lyc.95.    II of a horse, feeding well, X.Eq.1.12 (Comp.), cf. Arist.PA675b15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1109] futterreich, κάπη Lycophr. 95; γῆ Poll. 7, 184. Aber ἵππος = ein Pferd, das gut frißt, viel Futter braucht, Xen. de re equ. 1, 12; ζῷα Arist. gen. anim. 3, 24, im comparat. εὐχιλότερα.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῑλος: -ον, ἔχων ἄφθονον χόρτον πρὸς τροφὴν ζῴων, κάπη Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, καλῶς τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fourrage;
2 bien nourri.
Étymologie: εὖ, χιλός.

Greek Monolingual

εὔχιλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι
2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»].

Greek Monotonic

εὔχῑλος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που τρέφεται καλά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῑλος: много съедающий (ἵππος Xen.; ζῷα Arst.).