θανατόεις: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θᾰνᾰτόεις:''' -εσσα, -εν, [[θανάσιμος]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''θᾰνᾰτόεις:''' -εσσα, -εν, [[θανάσιμος]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾰνᾰτόεις:''' όεσσα, όεν, gen. εντος<br /><b class="num">1)</b> смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> смертный, роковой ([[μόρος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:47, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A deadly, ἁμαρτήματα S. Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.
Greek Monolingual
θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυ-όεις, δρυ-όεις, ζακρυ-όεις)].
Greek Monotonic
θᾰνᾰτόεις: -εσσα, -εν, θανάσιμος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος
1) смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);
2) смертный, роковой (μόρος Eur.).