θεοπροπέω: Difference between revisions
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεοπροπέω:''' [[προφητεύω]], μόνο στην αρσ. μτχ., <i>θεοπροπέων ἀγορεύεις</i>, σε Όμηρ., Πίνδ., κ.λπ. | |lsmtext='''θεοπροπέω:''' [[προφητεύω]], μόνο στην αρσ. μτχ., <i>θεοπροπέων ἀγορεύεις</i>, σε Όμηρ., Πίνδ., κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοπροπέω:''' (только part. θεοπροπέων) возвещать волю богов или прорицать Hom., Pind., Arph.: θεοπροπέων ἀγόρευεν Hom. (Калхант) изрек вещие слова. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A prophesy, but only in part. masc., θεοπροπέων ἀγορεύεις Il.1.109, cf. Od.2.184, Pi.P.4.190, A.R.2.922. II to be a θεοπρόπος 11, in Boeot. form θιοπρ-, IG7.3207 (Orchom.).
German (Pape)
[Seite 1197] wahrsagen, nur part. θεοπροπέων, Il. 1, 109. 2, 322 Od. 2, 184, Pind. P. 4, 190, Ap. Rh. 2, 922.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπροπέω: προφητεύω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ. ἀρσ., θεοπροπέων ἀγορεύεις Ἰλ. Α. 109., Β. 322, Ὀδ. Β. 184, Πίνδ. Π. 4. 339, κτλ.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. θεοπροπέων;
annoncer la volonté des dieux, rendre des oracles.
Étymologie: θεοπρόπος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
θεοπροπέω
1 prophesy μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190)
Greek Monotonic
θεοπροπέω: προφητεύω, μόνο στην αρσ. μτχ., θεοπροπέων ἀγορεύεις, σε Όμηρ., Πίνδ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
θεοπροπέω: (только part. θεοπροπέων) возвещать волю богов или прорицать Hom., Pind., Arph.: θεοπροπέων ἀγόρευεν Hom. (Калхант) изрек вещие слова.