θριγκίον: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θριγκίον:''' τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ. | |lsmtext='''θριγκίον:''' τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θριγκίον:''' τό ограда, стена (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Gall.22, App.Mith.71, Just.Nov. 133.1.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θριγκίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de θριγκός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θριγκίον: τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θριγκίον: τό ограда, стена (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).