θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμίτης Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον)

   A flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099˙ οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ˙ οἶνος Διοσκ. 5. 59.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).