ἅλες

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

French (Bailly abrégé)

pl. de ἅλς.

Russian (Dvoretsky)

ἅλες: pl. к ἅλς II.