ἠλιθιάζω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠλῐθῐάζω:''' [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἠλῐθῐάζω:''' [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλῐθιάζω:''' говорить или делать глупости, быть глупцом Arph.
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐθῐάζω Medium diacritics: ἠλιθιάζω Low diacritics: ηλιθιάζω Capitals: ΗΛΙΘΙΑΖΩ
Transliteration A: ēlithiázō Transliteration B: ēlithiazō Transliteration C: ilithiazo Beta Code: h)liqia/zw

English (LSJ)

   A speak or act idly, foolishly, Ar.Eq.1124.

German (Pape)

[Seite 1161] thöricht, dumm handeln od. reden, Ggstz von φρονεῖν, Ar. Equ. 1120, Schol. ἀνοηταίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιάζω: ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, μωρῶς, ἀνοηταίνω, μωραίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1124.

French (Bailly abrégé)

faire ou dire des sottises.
Étymologie: ἠλίθιος.

Greek Monolingual

ἠλιθιάζω (Α) ηλίθιος
μιλώ ή φέρομαι ηλίθια, ανοηταίνω.

Greek Monotonic

ἠλῐθῐάζω: μιλώ ή ενεργώ με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐθιάζω: говорить или делать глупости, быть глупцом Arph.