ἱερία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερία:''' ποιητ. αντί [[ἱέρεια]].
|lsmtext='''ἱερία:''' ποιητ. αντί [[ἱέρεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερίᾱ:''' ἡ Anth. = [[ἱέρεια]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, = ἱέρεια, nur p., z. B. Eur. Bacch. 1112 Or. 261; auch Soph., fr. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερία: Ἰων. ἱερίη, ἴδε ἱέρεια.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἱέρεια.

Greek Monolingual

ἱερία, ιων. τ. ἱερίη, ἡ (Α)
η ιέρεια.

Greek Monotonic

ἱερία: ποιητ. αντί ἱέρεια.

Russian (Dvoretsky)

ἱερίᾱ: ἡ Anth. = ἱέρεια.