ἰξευτής: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰξευτής:''' οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).<br />οῦ ὁ птицелов (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9. II as Adj., catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst. ὁ ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)
2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.
Greek Monotonic
ἰξευτής: -οῦ, ὁ (ἰξεύω)·
I. κυνηγός πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ορνιθοθήρας, σε Βίωνα, Ανθ.
II. ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ιξευτικός, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰξευτής: οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).
οῦ ὁ птицелов (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.).