ἱππομαχία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππομᾰχία:''' ἡ, [[μάχη]] με άλογα, [[μάχη]] ιππικού στρατεύματος, σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἱππομᾰχία:''' ἡ, [[μάχη]] με άλογα, [[μάχη]] ιππικού στρατεύματος, σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππομᾰχία:''' ἡ сражение в конном строю, конное сражение Plat., Thuc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A horse-fight, action of cavalry, Th.2.22, 4.72, Pl.La.193b, etc.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, Reiterkampf, Plat. Lach. 193 b Thuc. 2, 22 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομᾰχία: ἡ, μάχη ἱππικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 2. 22., 4. 72, Πλάτ. Λάχ. 193Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat de cavalerie.
Étymologie: ἱππόμαχος.
Greek Monolingual
η (Α ἱππομαχία) ιππομάχος
μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.)
Greek Monotonic
ἱππομᾰχία: ἡ, μάχη με άλογα, μάχη ιππικού στρατεύματος, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππομᾰχία: ἡ сражение в конном строю, конное сражение Plat., Thuc., Plut.