ἰτητέον: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰτητέον:''' = [[ἰτέον]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἰτητέον:''' = [[ἰτέον]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰτητέον:''' (ῐ) Arph. = [[ἰτέον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἰτέον, Ar.Nu.131, Diph.31.
German (Pape)
[Seite 1274] = ἰτέον, man muß gehen, Ar. Nubb. 131 Diphil. B. A. 100.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτητέον: ἰτέον, Ἀριστοφ. Νεφ. 131, Δίφιλ. ἐν Α. Β. 100, 12. ἰτητικός, ή, όν, = ἰταμός, ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, παρατολμότατος εἶναι ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10.
Greek Monotonic
ἰτητέον: = ἰτέον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰτητέον: (ῐ) Arph. = ἰτέον.