ἱστότονος: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱστότονος:''' -ον ([[τείνω]]), αυτός που είναι [[τεντωμένος]] στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἱστότονος:''' -ον ([[τείνω]]), αυτός που είναι [[τεντωμένος]] στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱστότονος:''' натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315; κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1271] über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστότονος: -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tendu sur un métier de tisserand.
Étymologie: ἱστός, τείνω.
Greek Monolingual
ἱστότονος, -ον (Α)
τεντωμένος πάνω στον αργαλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκό-τονος, χορδό-τονος].
Greek Monotonic
ἱστότονος: -ον (τείνω), αυτός που είναι τεντωμένος στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱστότονος: натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.).