καταθυμέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω [[ολότελα]] το [[θάρρος]] μου, σε Ξεν. | |lsmtext='''καταθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω [[ολότελα]] το [[θάρρος]] μου, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταθῡμέω:''' падать духом ([[παντελῶς]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be cast down, lose heart, X.HG3.2.7.
German (Pape)
[Seite 1349] den Muth ganz sinken lassen, ganz muthlos u. verzagt sein, Xen. Hell. 3, 2, 27 ὁ δῆμος παντελῶς κατηθύμησε.
Greek (Liddell-Scott)
καταθῡμέω: ὅλως ἀθυμῶ, χάνω ὁλοσχερῶς τὸ θάρρος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre entièrement courage.
Étymologie: κατά, ἀθυμέω.
Greek Monotonic
καταθῡμέω: μέλ. -ήσω, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω ολότελα το θάρρος μου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταθῡμέω: падать духом (παντελῶς Xen.).