καταθνητός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθνητός:''' -ή, -όν, [[θνητός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταθνητός:''' -ή, -όν, [[θνητός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνητός Medium diacritics: καταθνητός Low diacritics: καταθνητός Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: katathnētós Transliteration B: katathnētos Transliteration C: katathnitos Beta Code: kataqnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.

German (Pape)

[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.

Greek (Liddell-Scott)

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.

English (Autenrieth)

mortal.

Greek Monolingual

καταθνητός, -ή, -όν (Α) καταθνήσκω
θνητός.

Greek Monotonic

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.