καταθνήσκω
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
German (Pape)
[Seite 1349] (s. θνήσκω), sterben, Il. 22, 355; κατατεθνήκασι 15, 664; ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος 22, 164; νεκροὺς κατατεθνηῶτας 18, 540; κάτθανε, d. i. κατέθανε, 21, 107; οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει Aesch. Prom. 570; κάτθανε Ag. 1532 u. öfter, immer in dieser Form des aor., wie Soph. κατθανὼν νέκυς Ant. 511 u. öfter im inf.; so auch Eur., der auch das fut. hat, κατθανουμένη Alc. 148. – Übertr., μορφὰ κάτθανε Bion. 1, 31; μέλι Mosch. 3, 34.
Greek (Liddell-Scott)
καταθνήσκω: μέλλ. -θανοῦμαι: ἀοριστ. κατέθᾰνον, Ἐπικ. κάτθᾰνον: πρκμ. -τέθνηκα (ἴδε ἀνωτ.). Ποιητ. ῥῆμα, ἀποθνήσκω, τὸν δὲ καταθνήσκων προσέφη Ἰλ. Χ. 355· ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ., εἶμαι νεκρός, κάτθανε καὶ Πάτροκλος Φ. 107· κατατεθνήκασι, ἀντίθετον τῷ ζώουσι, Ο. 664· συχνὸν κατὰ συγκεκομμ. μετοχ. πρκμ., ἀνδρὸς… κατατεθνηῶτος Η. 89, Χ. 164· νέκυι κατατεθνηῶτι Π. 565· νεκροὺς κατατεθνηῶτας Σ. 540, κτλ.· - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ παρὰ Τραγ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ συγκεκομμ. μέλλοντι κατθανοῦμαι, Εὐρ. Μήδ. 1386, Ἄλκ. 150, κτλ.· καὶ ἐν τοῖς μέρεσιν ἐκείνοις τοῦ συγκεκομμένου ἀορ., ὅσα δὲν λαμβάνουσι τὴν αὔξησιν, κατθανεῖν, κατθανών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 873, 1290, κτλ.· ἡ ὁριστ. κάτθανε μόνον ἐν ἀναπαιστικῷ στίχῳ, αὐτόθι 1553 (ἔνθα χρησιμεύει ὡς Παθ. τοῦ κατακτείνω). 2) ἐκλείπω, ἀφανίζομαι, γίνομαι ἄφαντος, μέλι, μορφὰ Μόσχος 3. 34, Βίων 1. 31.
English (Autenrieth)
aor. 2 sync. κάτθανε, perf. κατατεθνήκᾶσι, opt. -τεθναίη, part. -τεθνηῶτος, etc., fem. -τεθνηυίης: go down to death, die, perf., be dead and gone; ψῦχαὶ νεκύων κατατεθνηώτων, shades of the ‘departed dead,’ Od. 11.37.
Greek Monolingual
καταθνήσκω (Α)
1. πεθαίνω
2. (στον παρακμ.) είμαι νεκρός
3. γίνομαι άφαντος.
Middle Liddell
fut. κατα-θανοῦμαι sync. κατθανοῦμαι aor2 κατέθᾰνον epic κάτθᾰνον perf. -τέθνηκα
1. to die away, be dying, and in aor2 and perf. to be dead, Il., Trag.
2. to die away, disappear, Mosch., Bion.