καταμωκάομαι: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταμωκάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινος</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταμωκάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινος</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταμωκάομαι:''' смеяться, насмехаться (τινος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A mock at, c. gen., Plu.Demetr.13, Epict.Ench.22: c. acc., Anon. ap. Suid.: abs., LXX 2 Ch.30.10, Hld.7.25, Sch.A.R.3.791.
German (Pape)
[Seite 1364] verspotten, verlachen, τινός, Plut. Demetr. 13; Epict. enchir. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταμωκάομαι: ἀποθ., ἐμπαίζω, καταγελῶ, ἄνευ πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· μετὰ γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
se moquer de, gén. .
Étymologie: κατά, μωκάω.
Greek Monotonic
καταμωκάομαι: αποθ., εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταμωκάομαι: смеяться, насмехаться (τινος Plut.).