καταφευκτέον: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ.
|lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφευκτέον Medium diacritics: καταφευκτέον Low diacritics: καταφευκτέον Capitals: ΚΑΤΑΦΕΥΚΤΕΟΝ
Transliteration A: katapheuktéon Transliteration B: katapheukteon Transliteration C: katafefkteon Beta Code: katafeukte/on

English (LSJ)

   A one must fall back upon, have recourse to, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Arist.Rh.Al.1429a14; ἐπί τινα Luc.Pisc.3.

Greek (Liddell-Scott)

καταφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3.

Greek Monotonic

καταφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί κάποιος να καταφύγει, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.