κατολοφύρομαι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατολοφύρομαι:''' αποθ., [[θρηνώ]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''κατολοφύρομαι:''' αποθ., [[θρηνώ]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατολοφύρομαι:''' (ῡ) предаваться скорби, оплакивать (τινα и τι Eur., Xen., Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], aor. 1 -ωλοφῡράμην Diog.Oen.1:—
A bewail, c.acc., E.IT644 (lyr.), X.Cyr.7.3.16; τινῶν τὸν βίον Diog.Oen.l.c.; κ. πολλὰ ἑαυτόν D.H.5.12: abs., E.Or.339 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1403] med., bejammern; τινά, Eur. I. T. 642; Xen. Cyr. 7, 3, 16 u. öfter bei Sp., wie Pol. 4, 54, 4; πολλὰ ἑαυτόν D. Hal. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κατολοφύρομαι: ἀποθ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur, acc..
Étymologie: κατά, ὀλοφύρομαι.
Greek Monolingual
κατολοφύρομαι (Α)
κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»].
Greek Monotonic
κατολοφύρομαι: αποθ., θρηνώ, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατολοφύρομαι: (ῡ) предаваться скорби, оплакивать (τινα и τι Eur., Xen., Polyb.).