κελευστής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελευστής:''' -οῦ, ὁ ([[κελεύω]]), [[κελευστής]] στο [[πλοίο]], ο [[οποίος]] έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''κελευστής:''' -οῦ, ὁ ([[κελεύω]]), [[κελευστής]] στο [[πλοίο]], ο [[οποίος]] έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελευστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> начальник команды гребцов, старший (отбивавший такт гребцам) Xen., Thuc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> глашатай Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστής Medium diacritics: κελευστής Low diacritics: κελευστής Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: keleustḗs Transliteration B: keleustēs Transliteration C: kelefstis Beta Code: keleusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A boatswain, who gives the time to the rowers, E.Hel.1576, Ar.Ach.554, Th.2.84, X.HG5.1.8, Pl.Alc.1.125c, Phld. Rh.1.361 S., D.S.20.50, Arr.Fr.151 J.

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, der Befehler, Gebieter; auf dem Schiffe derjenige, welcher den Ruderern den Takt angiebt, nach dem sie rudern müssen, οἱ κελευσταὶ καθ' ἑκάστην ναῦν τὸ ἐνδόσιμον τοῖς ἐρέταις ἐνέδοσαν Suid.; Thuc. 2, 84; λίθων ψόφῳ τῶν κελευστῶν ἀντὶ φωνῆς χρωμένων Xen. Hell. 5, 1, 8; Eur. Hel. 16, 2; Ar. Ach. 553; Plat. Alc. I, 125 c; Sp., wie Plut. Them. 19. Bei D. Sic. 20, 50 Herold.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστής: -οῦ, ὁ, ὁ κελεύων, προστάσσων, παρορμῶν, ἰδίως, ὁ ὁδηγῶν τοὺς κωπηλάτας, ὁ δίδων τὸν ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1576, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554, Θουκ. 2. 84, κτλ.· πρβλ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 403 (397)· ὁ Πολυδ. Α', 96 συνάπτει, κελευστὴς καὶ τριηραύλης. ΙΙ. κήρυξ, Διόδ. 20. 50· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.
Étymologie: κελεύω.

Greek Monolingual

ο (Α κελευστής και δ. γρφ. κελευτής) κελεύω
νεοελλ.
υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία του στρατού ξηράς και τον σμηνία της πολεμικής αεροπορίας
αρχ.
1. αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό της κωπηλασίας στους κωπηλάτες
2. κήρυκας, τελάλης.

Greek Monotonic

κελευστής: -οῦ, ὁ (κελεύω), κελευστής στο πλοίο, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κελευστής: οῦ ὁ
1) начальник команды гребцов, старший (отбивавший такт гребцам) Xen., Thuc., Plut.;
2) глашатай Diod., Plut.