τριηραύλης
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
τριηραύλου, ὁ, flute-player who gave the time to the rowers in the trireme, D.18.129, Phld.Mus.p.72 K., Poll.1.96, 4.71.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
joueur de flûte qui marquait la mesure pour régler le jeu des rames.
Étymologie: τριήρης, αὐλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριηραύλης -ου, ὁ [τριήρης, αὐλός] fluitspeler op een triëre.
German (Pape)
ὁ, der Flötenspieler, der den Ruderknechten auf den dreiruderigen Schiffen den Takt zum Rudern mit der Flöte angibt; Dem. 18.129, Poll.
Russian (Dvoretsky)
τριηραύλης: ου ὁ флейтист, отмечавший такт для гребцов триеры Dem.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυλητής που έδινε στους κωπηλάτες τών τριήρων τον ρυθμό και τον χρόνο της κωπηλασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμαύλης].
Greek Monotonic
τριηραύλης: -ου, ὁ (αὐλός), αυλητής μέσα σε τριήρη που διηύθυνε με τον αυλό τις κινήσεις των κωπηλατών, έτσι ώστε να κωπηλατούν όλοι ταυτόχρονα και αρμονικά, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
τριηραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς ἐντὸς τριήρους διευθύνων διὰ τοῦ αὐλοῦ τὰς κινήσεις τῶν ἐρετῶν, οὕτως ὥστε νὰ κωπηλατῶσι πάντες συγχρόνως καὶ ἐν ἁρμονίᾳ, Δημ. 270. 13, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 96. Δ΄, 71, πρβλ. κελευστής.
Middle Liddell
τριηρ-αὐλης, ου, ὁ, αὐλός
the flute-player, who gave the time to the rowers in the trireme, Dem.