τριηραύλης

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηραύλης Medium diacritics: τριηραύλης Low diacritics: τριηραύλης Capitals: ΤΡΙΗΡΑΥΛΗΣ
Transliteration A: triēraúlēs Transliteration B: triēraulēs Transliteration C: triiraylis Beta Code: trihrau/lhs

English (LSJ)

τριηραύλου, ὁ, flute-player who gave the time to the rowers in the trireme, D.18.129, Phld.Mus.p.72 K., Poll.1.96, 4.71.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
joueur de flûte qui marquait la mesure pour régler le jeu des rames.
Étymologie: τριήρης, αὐλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριηραύλης -ου, ὁ [τριήρης, αὐλός] fluitspeler op een triëre.

German (Pape)

ὁ, der Flötenspieler, der den Ruderknechten auf den dreiruderigen Schiffen den Takt zum Rudern mit der Flöte angibt; Dem. 18.129, Poll.

Russian (Dvoretsky)

τριηραύλης: ου ὁ флейтист, отмечавший такт для гребцов триеры Dem.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυλητής που έδινε στους κωπηλάτες τών τριήρων τον ρυθμό και τον χρόνο της κωπηλασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμαύλης].

Greek Monotonic

τριηραύλης: -ου, ὁ (αὐλός), αυλητής μέσα σε τριήρη που διηύθυνε με τον αυλό τις κινήσεις των κωπηλατών, έτσι ώστε να κωπηλατούν όλοι ταυτόχρονα και αρμονικά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τριηραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς ἐντὸς τριήρους διευθύνων διὰ τοῦ αὐλοῦ τὰς κινήσεις τῶν ἐρετῶν, οὕτως ὥστε νὰ κωπηλατῶσι πάντες συγχρόνως καὶ ἐν ἁρμονίᾳ, Δημ. 270. 13, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 96. Δ΄, 71, πρβλ. κελευστής.

Middle Liddell

τριηρ-αὐλης, ου, ὁ, αὐλός
the flute-player, who gave the time to the rowers in the trireme, Dem.