κεραστός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεραστός:''' -ή, -όν ([[κεράννυμι]]), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''κεραστός:''' -ή, -όν ([[κεράννυμι]]), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεραστός:''' adj. verb. к [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A mixed, mingled, APl.4.83.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.
Greek Monolingual
κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.
Greek Monotonic
κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κεραστός: adj. verb. к κεράννυμι.