κεκραγμός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεκραγμός:''' ὁ, = το προηγ., σε Ευρ. | |lsmtext='''κεκραγμός:''' ὁ, = το προηγ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεκραγμός:''' ὁ Eur., Plut. = [[κέκραγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., E.IA1357, Plu.2.654f (pl.).
German (Pape)
[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.
Greek (Liddell-Scott)
κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.
Greek Monolingual
κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].
Greek Monotonic
κεκραγμός: ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεκραγμός: ὁ Eur., Plut. = κέκραγμα.