κισσοστεφής: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κισσοστεφής:''' -ές ([[στέφω]]), = το προηγ., σε Ανακρεόν. | |lsmtext='''κισσοστεφής:''' -ές ([[στέφω]]), = το προηγ., σε Ανακρεόν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κισσοστεφής:''' Anacr. = [[κισσοστέφανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, = foreg., Anacreont.46.5: κιττ-, Alciphr.3.48.
German (Pape)
[Seite 1443] ές, mit Epheu gekränzt; Anacr. 46, 5; Alciphr. 3, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοστεφής: -ές, = τῷ προηγ., Ἀνακρ. 49. 5· κιττ-, Ἀλκίφρ. 3. 48.
Greek Monolingual
-ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, -ές)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι-στεφής, ροδο-στεφής].
Greek Monotonic
κισσοστεφής: -ές (στέφω), = το προηγ., σε Ανακρεόν.
Russian (Dvoretsky)
κισσοστεφής: Anacr. = κισσοστέφανος.