κιόκρανον: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῑόκρᾱνον:''' τό ([[κίων]], [[κράνιον]]), [[κιονόκρανο]], «κολονοκέφαλο», σε Ξεν. | |lsmtext='''κῑόκρᾱνον:''' τό ([[κίων]], [[κράνιον]]), [[κιονόκρανο]], «κολονοκέφαλο», σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῑόκρᾱνον:''' Diod. κῑονόκρανον τό капитель колонны Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A capital of a column, IG12.372.29, 11(2).199A41 (Delos, iii B.C.), Pl.Com.72, X.HG4.4.5, Chor.p.84B.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, = κιονόκρανον; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.
Greek (Liddell-Scott)
κῑόκρᾱνον: τό, κιονόκρανον, «κολωνοκέφαλον», Συλ. Ἐπιγρ. 160. 29, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 4, ἔνθα ἴδε Meineke, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, ἔνθα ἴδε Λ. Δινδ.· πρβλ. κιονόκρανον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
p. dissimil. p. κιονόκρανον.
Greek Monolingual
κιόκρανον, τὸ (Α)
κιονόκρανο («πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπὸ τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από κιονό-κρανον με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), αν και ο τ. κιονόκρανον είναι μεταγενέστερος].
Greek Monotonic
κῑόκρᾱνον: τό (κίων, κράνιον), κιονόκρανο, «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κῑόκρᾱνον: Diod. κῑονόκρανον τό капитель колонны Xen.