κεραυνοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που λάμπει σαν [[κεραυνός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κεραυνοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που λάμπει σαν [[κεραυνός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνοφαής:''' яркий как молния ([[πῦρ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοφᾰής Medium diacritics: κεραυνοφαής Low diacritics: κεραυνοφαής Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: keraunophaḗs Transliteration B: keraunophaēs Transliteration C: keravnofais Beta Code: keraunofah/s

English (LSJ)

ές,

   A flashing like lightning, πῦρ E.Tr.1103.

German (Pape)

[Seite 1423] ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφᾰής: -ές, λάμπων ὡς κεραυνός, Εὐρ. Τρῳ. 1103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant comme la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φάος.

Greek Monolingual

κεραυνοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι-φαής, κεραυνο-φαής].

Greek Monotonic

κεραυνοφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεραυνός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοφαής: яркий как молния (πῦρ Eur.).