κουφόνοος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουφόνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], -ουν, ο [[κουφός]] στο [[μυαλό]], [[ελαφρόμυαλος]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''κουφόνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], -ουν, ο [[κουφός]] στο [[μυαλό]], [[ελαφρόμυαλος]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κουφόνοος:''' стяж. [[κουφόνους]] 2<br /><b class="num">1)</b> легкий, легкокрылый ([[φῦλον]] ὀρνίθων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> легкомысленный, безрассудный ([[εὐηθία]] Aesch.; ἔρωτες Soph.).
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφόνοος Medium diacritics: κουφόνοος Low diacritics: κουφόνοος Capitals: ΚΟΥΦΟΝΟΟΣ
Transliteration A: kouphónoos Transliteration B: kouphonoos Transliteration C: koufonoos Beta Code: koufo/noos

English (LSJ)

ον, contr. κουφό-νους, ουν,

   A light-minded, thoughtless, εὐηθία A.Pr.385; ἔρωτες S.Ant. 617 (lyr.); ὄρνιθες ib.342 (lyr.); τὸ κουφόνουν, = κουφόνοια, App.Hisp. 9; of persons, Corn.ND25: freq. in Adam., 1.14, al.: heterocl. pl. κουφόνοες in Polem.Phgn.5. Adv.κουφόνως App.BC4.124.

Greek (Liddell-Scott)

κουφόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, κοῦφος τὸν νοῦν, ἐλαφρόμυαλος, ἀστόχαστος, εὐηθία Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἔρωτες Σοφ. Ἀντ. 617· ὄρνιθες αὐτόθι 343· τὸ κουφόνουν = κουφόνοια, Ἀππ. Ἰβηρ. 9· ― ὑπάρχει καὶ ἑτερόκλ. πληθ. κουφόνοες ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 3, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 453. Ἐπίρρ. κουφόνως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 124.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 en parl. d’oiseaux à la nature légère, au vol léger;
2 irréfléchi, inconsidéré ; crédule;
3 mobile, inconstant.
Étymologie: κοῦφος, νόος.

Greek Monotonic

κουφόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ο κουφός στο μυαλό, ελαφρόμυαλος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κουφόνοος: стяж. κουφόνους 2
1) легкий, легкокрылый (φῦλον ὀρνίθων Soph.);
2) легкомысленный, безрассудный (εὐηθία Aesch.; ἔρωτες Soph.).