κουριάω: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(5) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κουριάω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[κουρά]]), λέγεται για τα μαλλιά, έχω [[ανάγκη]] από [[κούρεμα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κουριάω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[κουρά]]), λέγεται για τα μαλλιά, έχω [[ανάγκη]] από [[κούρεμα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κουριάω [κουρά] woest of onverzorgd haar hebben. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
of hair,
A need clipping πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν Luc.Gall.10. II of persons, ἐν χρῷ κ. need close clipping, Pherecr.30, Plu.Alc.23; ἄνθρωπος ἀεὶ -ιῶν Luc.Lex.10. 2 wear rough, untrimmed hair, Ael.NA7.48; κ. τὸ γένειον Alciphr.3.55, cf. Hp.Ep.17, Artem.1.19 (interpol.).
Greek (Liddell-Scott)
κουριάω: μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς κόμης, ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς μέγεθος, Λουκ. Λεξιφ. 10˙ πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς μέχρι δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ γένειον Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
propr. avoir besoin d’être tondu en parl. des cheveux ou de la barbe, être trop long : πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν LUC barbe longue à l’excès.
Étymologie: κουρά.
Greek Monotonic
κουριάω: μέλ. -άσω (κουρά), λέγεται για τα μαλλιά, έχω ανάγκη από κούρεμα, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουριάω [κουρά] woest of onverzorgd haar hebben.