κυβερνήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβερνήτειρα:''' ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''κῠβερνήτειρα:''' ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβερνήτειρα:''' adj. f управляющая, направляющая ([[τύχη]] βιότοιο κ. Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.
German (Pape)
[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
Greek Monolingual
κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.
Greek Monotonic
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνήτειρα: adj. f управляющая, направляющая (τύχη βιότοιο κ. Anth.).