κνημιδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνημῑδοφόρος:''' имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημῑδοφόρος Medium diacritics: κνημιδοφόρος Low diacritics: κνημιδοφόρος Capitals: ΚΝΗΜΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: knēmidophóros Transliteration B: knēmidophoros Transliteration C: knimidoforos Beta Code: knhmidofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.

Greek (Liddell-Scott)

κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.

Greek Monolingual

-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κνημῑδοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κνημῑδοφόρος: имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).