κωφότης: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωφότης:''' -ητος, ἡ, [[κουφότητα]], αβλύτητα, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''κωφότης:''' -ητος, ἡ, [[κουφότητα]], αβλύτητα, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωφότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> глухота Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> расслабленность, вялость (sc. τῆς ὑστέρας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> тупоумие ([[τοσαύτη]] κ. καὶ [[τοσοῦτο]] [[σκότος]] Dem.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωφότης Medium diacritics: κωφότης Low diacritics: κωφότης Capitals: ΚΩΦΟΤΗΣ
Transliteration A: kōphótēs Transliteration B: kōphotēs Transliteration C: kofotis Beta Code: kwfo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A deafness, Hp.Epid.3.17.ζ, Pl.Alc.1.126b, Plu.2.167c; dullness of hearing, ib.38b: metaph., D.19.226, Phld.Rh.2.118S.

Greek (Liddell-Scott)

κωφότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ κωφοῦ, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1103, Πλάτ. Ἀλκ., Δημ. 411. 25, κτλ.· ἀδυναμία τῆς ἀκοῆς, Πλούτ. 2. 38Β, 167Β. 2) καθόλου, ἀμβλύτης, νωθρότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 surdité ; affaiblissement de l’ouïe;
2 p. ext. hébètement, affaiblissement ; fig. sottise, stupidité.
Étymologie: κωφός.

Greek Monotonic

κωφότης: -ητος, ἡ, κουφότητα, αβλύτητα, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κωφότης: ητος ἡ
1) глухота Plat., Plut.;
2) расслабленность, вялость (sc. τῆς ὑστέρας Arst.);
3) тупоумие (τοσαύτη κ. καὶ τοσοῦτο σκότος Dem.).