κυνηγία: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγία:''' Δωρ. κυνᾱγία, <i>ἡ</i>, [[κυνήγι]], [[καταδίωξη]], [[θήρα]], σε Τραγ.
|lsmtext='''κῠνηγία:''' Δωρ. κυνᾱγία, <i>ἡ</i>, [[κυνήγι]], [[καταδίωξη]], [[θήρα]], σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγία:''' дор. [[κυναγία|κῠνᾱγία]] ἡ Soph., Eur., Arst. = [[κυνηγέσιον]] 1 и 6.
}}
}}

Revision as of 23:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγία Medium diacritics: κυνηγία Low diacritics: κυνηγία Capitals: ΚΥΝΗΓΙΑ
Transliteration A: kynēgía Transliteration B: kynēgia Transliteration C: kynigia Beta Code: kunhgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hunt, chase, Arist.Rh.1371a5, Plb.8.25.4, D.S.3.36, etc.:—Trag. in Dor. form κυνᾱγία (cf. κυναγός) S.Aj.37 (cod. Med.), E.Hipp.109, and so prob. in Id Ba.339 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγία: ἡ, θήρα, κυνηγεσία, κυνήγιον, Τραγ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ κυνᾱγία, ἴδε ἐν λ. κυναγός), Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, Πολύβ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chasse.
Étymologie: κυνηγός.

Greek Monolingual

κυνηγία, ἡ, δωρ. τ. κυναγία (Α) κυνηγός
κυνήγι, θήρα.

Greek Monotonic

κῠνηγία: Δωρ. κυνᾱγία, , κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγία: дор. κῠνᾱγία ἡ Soph., Eur., Arst. = κυνηγέσιον 1 и 6.