λάβδα: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάβδα:''' τό, άκλιτο, = [[λάμβδα]], σε Αριστοφ., κ.λπ. | |lsmtext='''λάβδα:''' τό, άκλιτο, = [[λάμβδα]], σε Αριστοφ., κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάβδα:''' τό indecl. = [[λάμβδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, indecl.,
A the letter λ, Ar.Ec.920 (Sch.), Eup.359 (prob.), Pl.Cra.434c, Arist.HA514b18, Callias ap.Ath.10.453d, Phld.Po.2 Fr.42: the form λάμβδα, Ar.Ec.l.c. cod. R, v.l. in Arist.l.c., etc., is incorrect. (Hebr.lāmedh.)
German (Pape)
[Seite 1] τό, = λάμβδα, Plat. Crat. 427 b; Arist. H. A. 3, 4. In obscönem Sinne, δοκεῖς δέ μοι καὶ λάβδα κατὰ τοὺς Λεσβίους, Ar. Eccl. 920, cod. Rav. λάμβδα, eine Leckerinn nach Art. der Lesbier, fellatrix; vgl. Auson. Epigr. 120; Eupol. bei Phot. u. Eust. 293, 39, ἐξεπλάγην γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα, die Schilde der Lacedämonier, die mit Λ bezeichnet waren.
Greek (Liddell-Scott)
λάβδα: τό, ἄκλ., = λάμβδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 920 (κατὰ τὸν Σχολ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37, Πλάτ. Κρατ. 434C, 435Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 6, πρβλ. Ἀθήν. 453D.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
c. λάμβδα.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λάβδα: τό, άκλιτο, = λάμβδα, σε Αριστοφ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λάβδα: τό indecl. = λάμβδα.