Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ληρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληρέω:''' μέλ. <i>ληρήσω</i> ([[λῆρος]]), είμαι [[ανόητος]] ή [[μωρός]], μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ληρέω:''' μέλ. <i>ληρήσω</i> ([[λῆρος]]), είμαι [[ανόητος]] ή [[μωρός]], μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληρέω:''' (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?
}}
}}

Revision as of 07:33, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληρέω Medium diacritics: ληρέω Low diacritics: ληρέω Capitals: ΛΗΡΕΩ
Transliteration A: lēréō Transliteration B: lēreō Transliteration C: lireo Beta Code: lhre/w

English (LSJ)

(λῆρος A)

   A to be foolish or silly, speak or act foolishly, S.Tr.435, Ar.Eq.536, al., Pl.Tht. 152b, etc.; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν Ar.Pl.508; περί τινος Isoc.12.11, 33; λῆρον ληρεῖς Ar.Pl.517; ληρεῖς ἔχων (v. ἔχω B. IV. 2) Id.Ra.512, cf. Pl.Grg.497b: c. acc., μὴ ληρήσῃς τὸν ἐκτιναγμόν σου PFay.114. 21 (i A.D.).    2 of a sick person, to be delirious, Hp.Epid.1.26.γ.

German (Pape)

[Seite 40] schwatzen, viel u. thöricht, albern reden; τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος Soph. Tr. 435; Ar. Equ. 536 Ran. 923 u. öfter; εἰκὸς σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν Plat. Theaet. 152 a; ληρεῖ καὶ μαίνεται Lys. 205 a; Folgde. Ueber ληρεῖς ἔχων s. ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

ληρέω: (λῆρος) εἶμαι ἀνόητος, μωρός, ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, φλυαρῶ, Λατ. nugari. Σοφ. Τρ. 435, Ἀριστοφ. Ἱππ. 536, κ. ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 152Β, κτλ.· περί τινος Ἰσοκρ. 235Β, 239D· λῆρον ληρεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 517· περὶ τοῦ ληρεῖς ἔχων, ἴδε ἔχω Β. IV. 2, καὶ πρβλ. συνθιασώτης. 2) ἐπὶ νοσοῦντος ἀνθρώπου, παραληρῶ, παραλαλῶ, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déraisonner, dire ou faire des sottises.
Étymologie: λῆρος.

Greek Monotonic

ληρέω: μέλ. ληρήσω (λῆρος), είμαι ανόητος ή μωρός, μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ληρέω: (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?