λιθοεργός: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθοεργός:''' превращающий в камень ([[Γοργώ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A turning to stone, Γοργώ AP6.126 (Diosc.). II Subst., stonemason, Man.1.77.
German (Pape)
[Seite 45] dasselbe, Γοργώ, Diosc. 14 (VI, 126); der Steinarbeiter, Man. 1, 77.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοεργός: -όν, μεταβάλλων εἰς λίθον, Γοργὼ Ἀνθ. Π. 6. 126. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐργαζόμενος τοὺς λίθους, πελεκητής, λιθοξόος, Μανέθων 1. 77.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui travaille la pierre;
2 qui pétrifie.
Étymologie: λίθος, ἔργον.
Greek Monolingual
λιθοεργός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο
2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός
ο λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-. + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός].
Greek Monotonic
λῐθοεργός: -όν (ἔργω), αυτός που μεταβάλλεται σε πέτρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοεργός: превращающий в камень (Γοργώ Anth.).